- κατατήκω
- κατατήκω, [dialect] Dor. [suff] καταταρτᾰρ-τάκω [pron. full] [ᾱ],A melt or thaw away, and in [voice] Pass., to be melted or thawed,
ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ' . . ἥν τ' Εὖρος κατέτηξεν Od.19.205
;κ. ὦπας δάκρυσι Theoc.Ep.6
;ψυχὴν λύπαις D.L.8.18
;κατατήκεσθαι τὸ θυμοειδές Phld.Mus.p.103
K.2 dissolve,λίτρον κ. τὰς σάρκας Hdt.2.87
, cf. POxy.40.8 (ii/iii A.D.); ἀέρα κ. πῦρ, i.e. rarifies it, Pl.Ti.61a;κ. ὁ χρόνος Arist.Ph.221a31
; τὸ αἷμα dilute it, Gal.6.262.3 metaph., κ. τέχνην εἴς τι waste art and skill upon a thing, D.H.Dem.51.II [voice] Pass., with [tense] pf. [voice] Act. κατατέτηκα, melt away,κατατήκομαι ἦτορ Od.19.136
; τὰ σπλάγχνα κατατετηκότα ἐξάγειν dissolved, Hdt.2.87;κατατάκομαι S.El.187
(lyr.), cf. Ant.977 (lyr., tm.),ὑπὸ τοῖ . . ἄλγους κατατέτηκα Ar.Pl.1034
;ἔρωτι κατατήκεσθαι X.Smp.
8.3, Eub.104: so with gen. added,τούτω κατετάκετο . . ἔρωτα Theoc. 14.26
; κ. ἐν ψήφοις wear oneself away in . . , Luc.Epigr.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.